χαιτόγναθοι

χαιτόγναθοι
οι, Ν
ζωολ. (παλ. τ.) βλ. χαιτόγναθα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαιτόγναθα — τα, και παλ. τ. χαιτόγναθοι, οι, Ν ζωολ. ελάσσον φύλο θαλάσσιων πλαγκτονικών ασπονδύλων, που αποτελείται από 7 αρτίγονα γένη και 70, περίπου, είδη, με χαρακτηριστικό, ευθύγραμμο σαν βέλος, σκωληκόμορφο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ.… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”